- αναδεχτός
- -ή, -όβαφτιστικός, αναδεξιμιός: Μια στιγμή να σου συστήσω τον αναδεχτό μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλιότσος — ο θηλ α (λ. ιταλ.), ο αναδεχτός, ο βαφτιστικός, ο βαφτισιμιός: Ο φιλιότσος έχει το νονό του πνευματικό πατέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)